Όρος: | θραύσις | |
Ορισμός: | είναι η αλλαγή της διεύθυνσης της κίνησης ενός σώματος, όταν περνά από ένα μέσο σε ένα άλλο διαφορετικής πυκνότητας (π.χ. από αέρα στο ύδωρ ή αντιστρόφως). Αν διεύθυνση της κίνησης είναι κάθετη προς το όριο διαχωρισμού των δύο μέσων, δεν υπάρχει θραύση. Αν η διεύθυνση της κίνησης είναι πλάγια, εν σχέσει με το όριο, τότε η διεύθυνση αλλάζει (αποκλίνει ή συγκλίνει σε σχέση με την κάθετο ευθεία προς το όριο). | |
Εμφανίσεις του όρου "θραύσις"σε κείμενα: | ||
|