Όρος: | φλογιστόν | |
Ορισμός: | αέρας εύφλεκτος, που συναντάται σε μεταλλεία, ορύγματα λιθανθράκων και υπόγειους χώρους. Ελευθερώνεται από μέταλλα (ελαφρόν φλογιστόν γάζον, υδρογόνον), είτε από σώματα σε κατάσταση σήψης, λάσπη, βάλτους, αφοδευτήρια (βαρύ φλογιστόν γάζον ή μεμφιτικός - ελώδης αήρ). | |
Εμφανίσεις του όρου "φλογιστόν"σε κείμενα: | ||