Όρος: | πάσχειν | |
Ορισμός: | σημαίνει την αλλοίωση ενός πράγματος από κάποιο άλλο. Διακρίνεται σε φθαρτικό (π.χ. καίεσθαι), τελειωτικό (π.χ. μανθάνειν, αισθάνεσθαι). Στην αριστοτελική φυσική το πάσχειν και ποιείν αποτελούν την προϋπόθεση της σύνθεσης – μίξης των στοιχείων (γης, αέρος, πυρός, ύδατος). Κάθε τι που γεννιέται στη φύση είναι προϊόν μίξης των συστατικών και στη μίξη αυτή είναι καθοριστικός ο ρόλος του ποιείν (της δράσης ενός όντος), του πάσχειν (του να δέχεται επίδραση ένα ον) καθώς και η μεταξύ των αλληλεπιδρώντων όντων επαφή. | |
Εμφανίσεις του όρου "πάσχειν"σε κείμενα: | ||
|