Όρος: | έκτασις | |
Ορισμός: | είναι το πεπερασμένο μεταξύ κάποιων όρων διάστημα, η συνύπαρξη πολλών σημείων που πλησιάζουν άλληλα αφήνοντας μεταξύ τους κενά διαστήματα – πόρους και δημιουργούν το σχήμα. Αποτελεί μία από τις κοινές ιδιότητες των σωμάτων, όπως το σχήμα, η διαίρεση, το πορώδες, το αδιαχώρητο, η ελαστικότητα, η κίνηση, η βαρύτητα, η αδράνεια. Νοείται.με τρεις τρόπους: κατά μήκος (γραμμή), κατά μήκος και πλάτος (επιφάνεια), κατά μήκος, πλάτος και βάθος (σώμα). Στην έννοια της έκτασης – αν θεωρηθεί γεωμετρικά και όχι φυσικά - συνάπτεται η έννοια της διαίρεσης. | |
Εμφανίσεις του όρου "έκτασις"σε κείμενα: | ||
|