Όρος: | διαίρεσις | |
Ορισμός: | αποτελεί μία από τις κοινές ιδιότητες των σωμάτων, που ως σύνθετα έχουν την ικανότητα να διαιρούνται σε μέρη με τομή, τριβή, θλάση, μάλαξη και ανάλυση των ρευστών μερών τους ή δια του πυρός. Με τη χρήση των μικροσκοπίων η διαίρεση υπερβαίνει την ανθρωπίνη φαντασία, αλλά είναι δυνατή εντός ορίων, όχι επ’ άπειρον. | |
Εμφανίσεις του όρου "διαίρεσις"σε κείμενα: | ||
|