Όρος: | αλλοίωσις | |
Ορισμός: | αριστοτελικός όρος που δηλώνει τη μεταβολή που συμβαίνει στα σώματα (στο εντελεχεία ον, όχι στο δυνάμει ον) ως προς την ποιότητα. Αντιδιαστέλλεται προς τις μεταβολές της ουσίας: α) τη γένεση (τη μεταβολή από το μη ον στο ον, δηλαδή στο ενεργεία ον), β) τη φθορά (τη μεταβολή από το ον στο μη ον, δηλαδή το δυνάμει ον), γ) την αύξηση και μείωση (μεταβολές της ποσότητας). | |
Εμφανίσεις του όρου "αλλοίωσις"σε κείμενα: | ||
|