Όρος: | αδράνεια | |
Ορισμός: | δύναμη ή ιδιότητα των υλικών μορίων των σωμάτων (στερεών – ρευστών), ανάλογη προς την ύλη (όγκο) τους, με την οποία κάθε σώμα διατηρεί την ιδιαίτερη κινητική του κατάσταση (της κίνησης ή ηρεμίας) αμετάβλητη. Ο όρος δηλώνει την αδυναμία της ύλης να μεταβάλλει αφ’ εαυτής την κινητική της κατάσταση και χαρακτηρίζεται ως δύναμις παθητική ή αντενέργησις. Δεν οφείλεται στη βαρύτητα. | |
Εμφανίσεις του όρου "αδράνεια"σε κείμενα: | ||