Όρος: | ελαστικότητα | |
Ορισμός: | είναι η ιδιότητα των πορώδων σωμάτων να συστέλλονται σε μικρότερο χώρο ως αποτέλεσμα της συσταλτικής δύναμης που ασκείται σ’ αυτά, χωρίς να χάνουν την έκτασή τους. Ως αιτία της θεωρείται η πίεση των υλικών μορίων των σωμάτων από την λεπτή αιθέρια ύλη [Καρτεσιανοί], το πυρ, η ίση αντενέργηση σε κάθε ενέργεια που κάνει τα πιεζόμενα σώματα να επανέρχονται με ίση δύναμη στην προηγούμενη θέση τους. [Samuel Clarke]. Κάποιοι προσδοκούν τον εντοπισμό της αιτίας από το πείραμα [Musschenbroek] ή θεωρούν τη μηχανική αιτία της απροσδιόριστη [Madame du Chatelet]. Ο Νεύτων την εκλαμβάνει ως συνέπεια της ελξης μεταξύ των υλικών μεριδίων των σωμάτων. | |
Εμφανίσεις του όρου "ελαστικότητα"σε κείμενα: | ||
|