Όρος: | υδρογόνον | |
Ορισμός: | εμπρήσιμος καθαρός αέρας κατά τους παλαιούς, καύσιμο σώμα, άφθονο στη φύση με τη μορφή αέρος, ελαφρότερο του ατμοσφαιρικού. Από τη σύνθεση του με το οξυγόνο παράγεται το ύδωρ, εξ ου και το όνομά του. Αδιάλυτο από τα περισσότερα σώματα, διαλύει θείο, φωσφόρο, άνθρακα, αρσενικό, έλαια κ.α. | |
Εμφανίσεις του όρου "υδρογόνον"σε κείμενα: | ||
|