Όρος: | στερρότης | |
Ορισμός: | είναι η στερεότητα των σωμάτων, δηλαδή η αισθητή - με την αφή - δύναμη με την οποία το σώμα (στερεό – ρευστό) αντιστέκεται και πιέζει με τη σειρά του κάθε τι που ασκεί πίεση πάνω του. | |
Εμφανίσεις του όρου "στερρότης"σε κείμενα: | ||
|