Όρος: | πορώδη | |
Ορισμός: | oνομάζονται τα φυσικά σύνθετα σώματα που αποτελούνται από ανομοιόσχημα και άνισα ελάχιστα υλικά σωματίδια, που μη εφαρμόζοντας με ακρίβεια, αφήνουν μεταξύ τους κενά διαστήματα, όπως αποδεικνύει το πείραμα και η χρήση μικροσκοπίου. Τα σώματα, βάσει της ιδιότητας αυτής διακρίνονται σε σκληρά, στερεά και αντίτυπα, σκληρά και εύθραυστα, εύσχιστα, ροώδη, ευκαμπή, ιξώδη, ελαστικά. | |
Εμφανίσεις του όρου "πορώδη"σε κείμενα: | ||
|