Όρος: | μαγνήτις | |
Ορισμός: | σιδηροειδές ορυκτό (μαγνήτις λίθος ή μαγνήτις κατά τους παλαιούς), αποτελούμενο από σίδηρο, έλαιο και άλας. Έλκει τον σίδηρο. Κινούμενος ελεύθερα, στρέφει το ένα άκρο προς βορράν (στον αρκτικό πόλο) και το άλλο προς νότον (στον ανταρκτικό πόλο) και γίνεται έτσι οδηγός όσων ταξιδεύουν στη θάλασσα. Η ευθεία που ενώνει τους πόλους ονομάζεται άξονας. Το επίπεδο που τέμνει τον άξονα κάθετα και στο μέσον του, ονομάζεται εξισωτής ή ισημερινός. Κάθε ευθεία που κείται στο επίπεδο το διερχόμενο δια των πόλων λέγεται μεσημβρινός. | |
Εμφανίσεις του όρου "μαγνήτις"σε κείμενα: | ||