Όρος: | ισημερινός | |
Ορισμός: | είναι ο μέγιστος των παράλληλλων κύκλων που είναι κάθετοι στον άξονα της γης και ο οποίος περνά από το κέντρο της σφαίρας διαιρώντας τη σε δύο ημισφαίρια (αρκτικό, ανταρκτικό). Ονομάζεται Ισημερινός επειδή όταν διατρέχει ο ήλιος αυτόν, παρατηρείται ισημερία. Γι’ αυτό αποκαλείται από τους νεότερους εξισωτής και απλώς γραμμή. | |
Εμφανίσεις του όρου "ισημερινός"σε κείμενα: | ||
|